αναστάσιμος — η, ο (Μ ἀναστάσιμος, ον) ο σχετικός με την Ανάσταση του Σωτήρος νεοελλ. αυτός που καλλωπίστηκε και φόρεσε την πιο επίσημη περιβολή ή ενδυμασία του … Dictionary of Greek
Анастасия святая — в народных преданиях смешивается со св. Анастасией, действительно жившей и пострадавшей за веру во времена Диоклетиана. Анастасия же из народных легенд и апокрифов является только олицетворением воскресного дня, к чему повод подало греческое… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek
μεταστάσιμον — μεταστάσιμον, τὸ (Μ) σταθμός ή στάση κατά τη διάρκεια πορείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μεταστάσιμος (< μετάστασις), πρβλ. αναστάσιμος: ανάστασις] … Dictionary of Greek
anastasimatar — ANASTASIMATÁR, anastasimatare, s.n. Carte care cuprinde cântări bisericeşti duminicale despre învierea lui Hristos. Noul anastasimatar de Anton Pann. – ngr. anastasimon + suf. at ar. Trimis de cornel, 05.05.2004. Sursa: DLRM anastasimatár… … Dicționar Român